*Μια φορά και έναν καιρό σ΄ ένα χωριό, ένας
άντρας ο Χάρης ανακοίνωσε
στους χωρικούς ότι θα αγόραζε μαϊμούδες
προς 10 δολάρια τη μία. Ξέροντας
οι χωρικοί ότι υπήρχαν πολλές μαϊμούδες
γύρω στο δάσος πήγαν και τις
έπιασαν. Ο Χάρης αγόρασε χιλιάδες προς 10
δολάρια τη μία όπως είπε. Το
εμπόρευμα όμως λιγόστευε και οι χωρικοί
σταμάτησαν να κυνηγάνε μαϊμούδες.*
*Ο Χάρης ξαναανακοινώνει ότι θα αγόραζε
μαϊμούδες για 20 δολάρια τη μία.
Οι χωρικοί έτρεξαν και έπιασαν και άλλες
μαϊμούδες. Σύντομα όμως οι
μαϊμούδες λιγόστεψαν κι άλλο, οι χωρικοί
επέστρεψαν στα κτήματά τους.*
*Ο Χάρης ανακοινώνει πάλι ότι επειδή δεν
υπάρχουν πλέον πολλές μαϊμούδες
θα αγόραζε τη μία προς 25 δολάρια. Οι χωρικοί
πιάνουν και τις λίγες που
έμειναν.*
*Ο Χάρης τούς λέει καταλαβαίνω ότι δεν
υπάρχουν πλέον παρά ελάχιστες
μαϊμούδες γι' αυτό και εγώ θα σας δώσω 50
δολάρια τη μία. Αλλά επειδή
πρέπει να φύγω για την πόλη για δουλειές θα
αναλάβει την αγοροπωλησία ο
βοηθός μου.*
*Ο βοηθός φωνάζει τους χωρικούς και τους
λέει. Κοιτάξτε τι έκανε ο
Χάρης. Γέμισε ένα στάβλο γεμάτο με
μαϊμούδες, θα σας τις πουλήσω εγώ για
35 δολάρια τη μία και όταν γυρίσει ο Χάρης
τού τις πουλάτε εσείς για 50
δολάρια τη μία. Οι χωρικοί στριμώχτηκαν
μάζεψαν όλες τις οικονομίες τους
και αγόρασαν όλες τις μαϊμούδες.*
*Δεν ξαναείδαν ούτε τον βοηθό ούτε τον
Χάρη.*
*Καλώς ήρθατε στη Wall Street.*