Ξανθιά γκο.. κοπέλα έχει σπείρει τον πανικό οδηγώντας το αυτοκίνητό της στους δρόμους της Αθήνας. Αφού προκάλεσε ένα σορό ατυχήματα την προλαβαίνει στο φανάρι μηχανόβιος που μόλις είχε γλιτώσει απΆ του χάρου τα χέρια.
Της κοπανάει το παράθυρο ουρλιάζοντας. Η ξανθιά φίλη μας κατεβάζει ψύχραιμα το παράθυρο.
- Μηχ/βιος: Καλά ρε @##@#$Ε^%$ δεν βλέπεις τι γίνεται γύρω σου μωρή @$#$%#^$ που κοντεύεις να αφανίσεις την μισή Αθήνα, που πας έτσι?
- Ξανθιά: Φάληρο!
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ανήσυχος τουρίστας, λάτρης των ακραίων καταστάσεων, βρίσκεται χαμένος στην έρημο.
Μετά από περιπλάνηση πολλών ημερών και μη έχοντας τροφή και νερό καταλήγει λιπόθυμος στο πουθενά.
Όταν συνήλθε, βρίσκει τον εαυτό του σε μια καλύβα 1χ1 μΆέναν γεράκο να μαγειρεύει.
-Τουρ. Που είμαι?? Ποιος είσαι εσύ?
-Γερ. Μην ανησυχείς φίλε μου. Είσαι στην καλύβα μου και σου ετοιμάζω φαγητό να πάρεις τα πάνω σου.
Αφού έμεινε μια βδομάδα με τον γεράκο, ο τουρίστας αποφάσισε να γυρίσει στον πολιτισμό.
Γερ. Α, δεν γίνεται. Το πλησιέστερο χωριό απέχει πολλές χιλιάδες μίλια και δεν υπάρχει αρκετή τροφή και νερό για να πάρεις μαζί σου για τόσο μεγάλο ταξίδι.
Τουρ. Και καλά, Τί θα γίνει? ΣΆαυτή τη μικροσκοπική καλύβα δεν χωράμε καλά-καλά. Έτσι θα ζούμε?
Γερ. Αυτό δεν είναι πρόβλημα. Θα το λύσουμε μέχρι αύριο.
Ξυπνάει την επόμενη μέρα ο φίλος μας, βγαίνει από την μικροσκοπική καλύβα και βλέπει μπροστά του μια μονοκατοικία!!!
- Τουρ. Μα καλά… πως… αφού δεν… ε?
- Μη σε νοιάζει του λέει ο γεράκος. Τίποτα άλλο θες?
- Τουρ. Σαν τι άλλο να θέλω? Είμαι πολύ άνετα με αυτό το υπέροχο σπίτι. Αν και αυτή η ζέστη κοντεύει να με σκοτώσει.
Χωρίς να μιλήσει ο γεράκος του κάνει νόημα να δει την πίσω πλευρά του σπιτιού. Κοιτάει ο τύπος και τι να δει? Μια τεράστια πισίνα, με μπαρ, φοίνικες, βατήρες κτλ.
Μένει ακατανόμαστος για 2η φορά.
-Τουρ. Μα καλά… πως… αφού δεν… ε?
-Μη σε νοιάζει του λέει ο γεράκος. Τίποτα άλλο θες?
-Τουρ. Ε, μη μου πεις ότι μπορείς να εμφανίσεις και καμιά… γυναίκα?
Ανοίγει τότε η πόρτα του σπιτιού και βγαίνουν 2 ξανθιές θέες δίμετρες με την λεσβία μελαχρινή φίλη τους.
-Τουρ. Μα καλά… πως… αφού δεν… ε?
-Ε, μΆέπρηξες πια. Θα σου πω αλλά δεν θα πεις κουβέντα πουθενά. Πρέπει να μου το ορκιστείς αυτό.
-Tουρ. Ναι, φυσικά, ό,τι θες. Σου ορκίζομαι πως θα μείνει μεταξύ μας.
…κι έμεινε μεταξύ τους…