Ήταν κάποτε δύο καλοί φίλοι. Ο ένας ήταν μανιώδης κυνηγός, και ο άλλος είχε τρέλα με τα αγκίστρια, τις πετονιές και γενικά το ψάρεμα. Όπως κάθε σαββατοκύριακο, έτσι και αυτό χωρίστηκαν την Παρασκευή για να ασκήσει ο καθένας το χόμπι του.
Περνάει το Σαββατοκύριακο, και την Δευτέρα, μετά τη δουλειά, συναντιούνται κλασσικά στο γειτονικό καφενείο. Αφού φέρνει ο κυρ Φάνης τον Λουμίδη, έκαστος στο είδος του αρχίζει να εξιστορεί την Σαββατοκυριάτικη περιπέτειά του. Πρώτος ξεκινάει ο ψαράς...
- Που λές Ανδρέα μου, μου είχε λείψει πολύ το ψάρεμα με πετονιά, έτσι πήρα τη βάρκα και πήγα κοντά σε κάτι βράχους, για να κάνω καθετή. Καθώς λοιπόν ανέβαζα τα σπαράκια και τους καμπανάδες δύο δύο, αισθάνομαι μία τσιμπιά άλλο πράγμα. Δοκιμάζω να τραβήξω.. αδύνατον.. τράβαγε με τόση δύναμη, που η πετονιά μου έκοβε τα χέρια! Φόρεσα λοιπόν τα γάντια, σφήνωσα και τη βάρκα ανάμεσα σε δύο βράχους.. και αρχίζω να τραβάω την πετονιά... και βγάζω ρε πούστη μου... Μία τσιπούρα τεσσεράμισι μέτρα!!!
- Τι μου λές ρε Παναγή... λέει ο κυνηγός με έκφραση γεμάτη ενδιαφέρον. Εγώ που λές Παναγή μου, το Σάββατο το πρωί, είχα φορτωθεί με την επαναληπτική επ'ώμου, και έκοβα βόλτες στο δάσος. Σε κάποια στιγμή, βλέπω πίσω από ένα θάμνο, κάτι ογκώδες να κινείται. Συλλογίζομαι λοιπόν "Οπα, έπεσα σε αρκούδα" και χωρίς δεύτερη σκέψη, σηκώνω την επαναληπτική και ρίχνω 4 καλά κεντραρισμένες βολές. Φυσικό ήταν η αρκούδα να σωριαστεί στο χώμα αμέσως.
- Καλά μιλάμε έκανες καλή λεία Ανδρέα μου...
- Κάτσε ρε.. δεν σου τελείωσα την ιστορία, πηγαίνω που λες να δω πόσο μεγάλη αρκούδα χτύπησα.. και τα χάνω.. δεν είχα χτυπήσει την αρκούδα.. αλλά το δασοφύλακα. "Αμάν" σκέφτομαι "τώρα την έχω κάνει από κούπες αν με δούνε". Έτσι, ανοίγω μια γούβα εκεί δίπλα, και αρχίζω να τον θάβω. Πριν καταφέρω να καλύψω το χέρι του, σκάνε μύτη δύο καλόγριες που βολτάρανε στο δάσος. Έντρομος, προσπαθώ να κρυφτώ, αλλά ήταν ήδη αργά. Κοιτάω δεξιά, κοιτάω αριστερά.. κανένας.. σηκώνω την επαναληπτική, ΜΠΑΜ, ΜΠΑΜ, και τις καθαρίζω και τις δύο. Δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς, θα με βλέπανε. Έτσι, ανοίγω δύο γουβίτσες παραπέρα, και τις θάβω και αυτές. Πριν προλάβω να τελειώσω με τη δεύτερη, εμφανίζονται τρεις πρόσκοποι που κάνανε περιπολία. Και πάλι έντρομος, κοιτάω δεξιά.. κοιτάω αριστερά.. κανένας.. σηκώνω την επαναληπτική, ΜΠΑΜ, ΜΠΑΜ, ΜΠΑΜ, και τα δώσαν ψιλωμένα για τα κυπαρισσάκια. Δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς!.. Έτσι, και πάλι ανοίγω τρεις γούρνες παραπέρα, και αρχίζω να θάβω τους πρόσκοπους.. πριν προλάβω να θάψω τον τρίτο, έρχεται ένα λεωφορείο με τουρίστες...
Παρεμβάλλεται εκείνη τη στιγμή ο ψαράς..
- Και τους καθάρισες όλους ρε;
και ο κυνηγός...
- Αν δεν κόψεις 3 μέτρα από την τσιπούρα σου, θα τους αλλάξω την παναγία ρε κ@ριόλη!