Παλιός ο χασάπης στη γειτονιά, αλλά καινούργιος ο τυφλός πελάτης που μπήκε
στο χασάπικο.
-Καλημέρα.
-Καλημέρα.
-Κοίτα, έρχομαι για πρώτη φορά στο μαγαζί σου και θέλω να με περιποιηθείς.
Απ' το προηγούμενο χασάπικο που ήμουνα πελάτης έφυγα γιατί δεν ήμουν
ευχαριστημένος.
-Βεβαίως κύριε, οπωσδήποτε. Να σας πω τι καλό έχουμε σήμερα;
-Όχι προτιμώ να δω μόνος μου.
-Μα κύριε...
-Εννοείς επειδή είμαι τυφλός; Δεν πειράζει, εγώ τα καταλαβαίνω τα κρέατα με
την αφή.
Πλησιάζει λοιπόν ο πελάτης στα τσιγκέλια κι αρχίζει να μπαλαμουτιάζει τα
κρεμασμένα σφαχτάρια.
Πλατς, χουφτώνει το πρώτο, "χμ, βοδινό", λέει. Πλατς, χουφτώνει το δεύτερο,
"κατσίκα" λέει.
Και συνεχίζει: "προβατίνα", "αρνάκι γάλακτος".
-Α, εδώ είμαστε. Βάλε μου δυο κιλά αρνάκι γάλακτος.
"Σιγά ρε μη σου βάλω αρνάκι γάλακτος" σκέφτεται ο χασάπης και του κόβει δυο
κιλά προβατίνα.
Σε κανα-δυό μέρες να σου τον πάλι στο χασάπικο.
-Ρε συ Κώστα, του λέει (είχαν πιάσει και κουβέντα την προηγούμενη φορά κι
έμαθε τ' όνομά του), την άλλη φορά με κορόιδεψες. Σου ζήτησα αρνάκι γάλακτος
και μου 'δωσες προβατίνα.
-Μα, δεν είναι δυνατόν, κάποιο λάθος θα έγινε.
-Τέλος πάντων, για να δω τι έχεις σήμερα.
Πλατς το πρώτο σφαχτάρι, "κατσικάκι", ....., "μοσχάρι", "αρνί", ...
-Βάλε μου δυο κιλά κατσικάκι.
"Βρε καριόλη, θα σε φτιάξω εγώ" σκέφτεται πάλι ο χασάπης και του κόβει δυο
κιλά γίδα.
Την άλλη μέρα ξανά στο χασάπικο ο τυφλός.
-Αααα Κώστα, δεν θα τα πάμε καλά. Χθες σου ζήτησα κατσικάκι και μου 'βαλες
γίδα. Μια τελευταία ευκαιρία θα σου δώσω και μετά με χάνεις από πελάτη. Για
να δώ τι έχεις.
"Ρε στραβούλιακα" σκέφτεται ο χασάπης, "τώρα θα σου δείξω".
Κατεβάζει που λες τα βρακιά του κι ανεβαίνει πάνω στο κούτσουρο που κόβουν
το κρέας, και με τον κώλο τουρλωμένο στην ίδια ευθεία με τα σφαχτάρια.
Ο τυφλός τη δουλειά του...
Πλατς, "χοιρινό", πλατς, "βοδινό"... φτάνει κάποια στιγμή και στον κώλο του
χασάπη...
Πλατς..., στέκεται για μια στιγμή απορημένος, ξανά πλατς...
-Ρε συ Κώστα..., έσφαξες και πούστη ??
lakhs