Ένας τυπάς μπαίνει σε ένα μπαρ. Κάθεται σε ένα από τα ψηλά σκαμπό
που συνήθως υπάρχουν στα μπαρ και ζητάει από τον μπάρμαν μια μπύρα. Ο
μπάρμαν του ετοιμάζει μια μπύρα σε ένα μεγάλο ποτήρι, και του το
τσουλάει πάνω στον έβενο του μπαρ. Ο πελάτης πιάνει το ποτήρι, αλλά
πριν προλάβει να το σηκώσει, μια μαϊμού εμφανίζεται από το πουθενά,
κάνει μια τούμπα πάνω στο μπαρ, βγάζει μερικές κραυγές και τελικά
τοποθετεί τα δάχτυλά της μέσα στο ποτήρι με τη μπύρα του πελάτη.
Ο πελάτης, σαστισμένος αφενός από το θέαμα μια μαϊμούς με τα δάχτυλά
της μέσα στο ποτήρι με την μπύρα του, δεν προλαβαίνει να αντιδράσει και
η μαϊμού με δύο τούμπες χάνεται και πάλι. Μόλις συνέρχεται από το
σοκ ο πελάτης, φανερά αηδιασμένος, ζητάει μια δεύτερη μπύρα από τον
μπάρμαν. Ο μπάρμαν υπακούει, και σε λίγα δευτερόλεπτα ένα νέο ποτήρι
μπύρας βρίσκεται μπροστά στον πελάτη.
Ο πελάτης, κοιτάει δεξιά κοιτάει αριστερά, κοιτάει και στα γύρω
πολύφωτα μήπως και κρύβεται εκεί η μαϊμού και βουτάει να αρπάξει το
ποτήρι. Αλλά, από το πουθενά η μαϊμού ξαναεμφανίζεται πάνω στο μπαρ,
ουρλιάζει κάνα δύο φορές, χύνει το ποτό του διπλανού του, και τελικά
χώνει τα χέρια της μέσα στην πολυπόθητη μπύρα του. Στέκεται εκεί για
δύο περίπου δευτερόλεπτα, και πριν ο σοκαρισμένος πελάτης προλάβει να
αντιδράσει κάνει ένα κλασσικό μορφασμό μαϊμούς και χάνεται κάπου κάτω
από το μπαρ.
Ψωνισμένος ο πελάτης, φωνάζει του μπάρμαν:
- Μα καλά, σε ποιον ανήκει αυτή η μαϊμού; Τι δουλειά έχει εδώ μέσα;
- Α, του λέει ο μπάρμαν, είναι του πιανίστα.
Τσατισμένος ο πελάτης, σηκώνεται από το σκαμπό και πάει δίπλα στον
πιανίστα. Ο πιανίστας, είναι απορροφημένος στο παίξιμο του, αλλά κάποια
στιγμή σηκώνει το κεφάλι του επάνω, οπότε ο πελάτης του λέει:
- "Η μαϊμού σου βάζει τα δάχτυλά της μέσα στο ποτήρι με την μπύρα
μου".
- Λυπάμαι, του λέει ο πιανίστας, δεν το ξέρω το κομμάτι, Αν όμως
σφυρίξεις το ρυθμό, μπορεί και να το πιάσω.