Το ζευγάρι έχει οργανώσει ένα δείπνο για όλα τα μεγάλα στελέχη
της πόλης τους και η σύζυγος αγωνιά τόσο πολύ για την έκβαση του
δείπνου και θέλει να είναι ΟΛΑ τέλεια. Την τελευταία, μόλις, στιγμή
διαπιστώνει ότι δεν έχει σαλιγκάρια για το δείπνο και έτσι ζητάει από
τον άντρα της να πάρει ένα κουβά και να πάει στο λειβάδι να μαζέψει
μερικά σαλιγκάρια.
Πολύ απρόθυμα ο σύζυγος συμφωνεί. Παίρνει τον κουβά, βγαίνει
απο την πόρτα, κατεβαίνει τα σκαλοπάτια και βγαίνει στον αγρό, γύρω
απο το εξοχικό σπίτι. Καθώς μαζεύει τα σαλιγκάρια, προσέχει μια
πανέμορφη γυναίκα που περπατούσε μόνη της δίπλα από το ποταμάκι του
λειβαδιού. Επιασε τον εαυτό του να σκέφτεται: "Θα ήταν ωραία να έπεφτα
πάνω της και να μου μιλούσε αυτή η όμορφη γυναίκα". Συνέχισε να
μαζεύει σαλιγκάρια και ξαφνικά σηκώνει τα μάτια του και... η όμορφη
γυναίκα είναι ακριβώς απο πάνω του.
Ξεκινούν την κουβέντα και η γυναίκα τον προσκαλεί να πάνε στο
σπίτι της. Φτάνουν σε ένα πολύ συμπαθητικό σπιτάκι, διακοσμημένο με
πολύ γούστο και προσωπικότητα, όπου και αρχίζουν τα πονηρά παιχνίδια.
Αφαιρέθηκαν τόσο πολύ που ο σύζυγος ξέχασε το λόγο που βρέθηκε έξω, και
διανυκτέρευσε στο σπίτι της όμορφης γυναίκας.
Στις εφτά, την επόμενη μέρα, ο σύzυγος ξυπνά και πανικοβάλεται: "Ω,
όχι... Το δείπνο της γυναίκας μου". Μαζεύει όλα τα ρούχα του, τα
φοράει γρήγορα, αρπάζει τον κουβά με τα σαλιγκάρια και ορμάει έξω από
την πόρτα. Τρέχει στο λειβάδι και φτάνει στο σπίτι του. Ανεβαίνει τα
σκαλιά προς την κουζίνα, αλλά τόσο πανικόβλητος και λαχανιασμένος που
είναι, φτάνει στο τελευταίο σκαλοπάτι, σκοντάφτει και του φεύγει ο
κουβάς με τα σαλιγκάρια.
Σαλιγκάρια παντού, σε ολόκληρη την σκάλα. Εκείνη την στιγμή, η
πόρτα της κουζίνας ανοίγει και εμφανίζεται αγριεμένη η σύζυγος και τον
ρωτάει πού στο καλό ήταν όλη την νύχτα. Ο δικός μας κοιτάζει τα
σαλιγκάρια που έχουν γεμίσει την σκάλα, μετά κοιτάζει την γυναίκα του,
ξανακοιτάζει τα σαλιγκάρια και φωνάζει:
- Ελάτε παιδιά, ελάτε.. Σχεδόν φτάσαμε!