Μια αναπτυσσόμενη χώρα, σαν την Ελλάδα, με τη θλιβερή πρωτοπορία στα τροχαία ατυχήματα και τις τεράστιες ανάγκες αίματος που απαιτούνται για το πρόγραμμα μεταγγίσεων των πασχόντων από μεσογειακή Αναιμία ( 3.000 άτομα περίπου ) έχει ένα τεράστιο πρακτικό πρόβλημα. Εκτός αυτού, όμως το πρόβλημα έχει και κοινωνικές διαστάσεις εξαιτίας της υπάρχουσας ανεπάρκειας αίματος και της εξάρτησης της χώρας μας από τον Ελβετικό πληθυσμό που ακόμα καλύπτει ένα τμήμα των αναγκών της σε αίμα.
Οι ελληνικές πηγές αίματος είναι :
• το συγγενικό περιβάλλον των ασθενών (55 %)
• οι μεμονωμένοι και οργανωμένοι εθελοντές αιμοδότες (37 %)
• οι ένοπλες δυνάμεις (5 %)
• ο Ελβετικός Ερυθρός Σταυρός (3 %)
Η λύση του προβλήματος, το οποίο είναι περισσότερο κοινωνικό, παρά ιατρικό, είναι μία : να πειστεί το 10 % του ελληνικού πληθυσμού ή αλλιώς 1 στους 10 Έλληνες να προσφέρει μία φορά το χρόνο αίμα. Καθώς όμως, η εθελοντική αιμοδοσία βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, τα νοσοκομεία αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσχέρειες στην εξεσφάλιση του απαιτούμενου αίματος. Οι δυσχέρειες αυτές γίνονται ακόμη μεγαλύτερες από την κάλυψη επειγόντων περιτσατικών π.χ. τροχαία ατυχήματα, γαστρορραγίες, χειρουργικές επεμβάσεις, ανωμαλίες στον τοκετό, καθώς και από την κάλυψη ασθενών που δεν έχουν συγγενείς ή βρίσκονται μακριά από αυτούς. Ιδιαίτερα, τα νοσοκομεία των Ιωαννίνων επιφορτίζονται διαρκώς με την κάλυψη περιστατικών από τη γειτονική Αλβανία.
Κατά συνέπεια, μόνο η εθελοντική και συστηματική προσφορά αίματος από τον Ελληνικό πληθυσμό θα μας δώει ασφάλεια και θα μας ανακουφίσει, τόσο από οικονομική, όσο και κοινωνική πλευρά. Η εθελοντική αιμοδοσία είναι μια πράξη αγάπης, ανθρωπιάς, κοινωνικής ευθύνης και αποτελεί δείκτη της στάθμης του πολιτισμού και του ανθρωπισμού μας. Δυστυχώς ή ευτυχώς το αίμα δεν παράγεται ούτε αντικαθίσταται. Μόνο προσφέρεται. Αυτό σημαίνει ότι τώρα, ίσως και για πάντα θα υπάρχει μία και μοναδική πηγή, απ' όπου θα αντλούμε αίμα, ο εθελοντής αιμοδότης.