Μαντινάδες για τα Μάτια Έχεις δυο μάθια όμορφα δυο φρύδια φίνα, φίνα
που παρά λίγο δίνουνε της θάλασσας φουρτίνα
Τα μάθια σου με σφάζουνε να τα περιορίσεις
λόγο θα δώσεις στο Θεό σκέψου μη μ’ αδικήσεις
Τα μάθια σου μ’ αρέσουνε σαν είναι δακρυσμένα
και η καρδιά σου πονεί μα να πονεί για μένα
Μάθια δεν είναι τα μάθια σου μα είναι δυο μαγνήτες
και μ’ έκανες και παρατώ σαν τον τρελό τις νύχτες
Τα μάθια μου τα μακρινά δεν φτάνουν να σε δούνε
μόνο με τα γράμματα σ’ ακριβοχαιρετούνε
Όταν σε πρωτοείδανε τα μάθια τα δικά μου
ήταν το στήθος μου ανοικτό και μπήκες στην καρδιά μου
Τα μάτια σου τα ερωτικά σαν με γλυκοκοιτάζουν
σε άλλους κόσμους μαγικούς και σ’ ουρανούς με βάζουν
Που ειν’ η φλόγα η καυτή που ‘λαμπε στη ματιά σου
που είναι η αγάπη η τρανή π’ άνθιζε στην καρδιά σου
Σαν έρθει ο ύπνος να με βρει τα μάθια να κλείσω
έρχεσαι φως μου και μου λες να μην σε λησμονήσω
Αντάρτης γίνεται ο νους τα μάθια μου προδότες
και δικαστής ειν’ η καρδιά που σού’ κλείσε τσοι πόρτες
Θυμάμαι πόσο τρυφερά στα μάτια με κοιτούσες
στα πανηγύρια της ζωής για μένα τραγουδούσες
Κι’ όπως γλυκά με κοίταζες διάβασα στην ματιά σου
πως στα τραγούδια που’ λεγες μιλούσε η καρδιά σου
Αντάρτης γίνεται ο νους τα μάθια σου προδότες
και δικαστής ειν’ η καρδιά που σου’ κλείσε τις πόρτες
Ποιος είδε τέτοιο πόλεμο να πολεμούν τα μάτια
δίχως μαχαίρια και σπαθιά να γίνονται κομμάτια
Με τρίχα απ’ τα μαλακία σου τα μάτια μου θα ράψω
και όρκο σου κάνω στο Θεό άλλη να μην κοιτάξω
Όταν σε πρωτοείδανε τα μάθια τα δικά μου
το στήθος μου ήταν ανοιχτό κι’ εμπήκες στην καρδιά μου
Μα όποιος τα δει τα μάτια σου και να τα δει και μένα
την ίδια ώρα θα το πει μια μάνα μας εγέννα
Ωσαν τα κρίνα του αγρού που τη βροχή ποθούνε
έτσι ποθούν τα μάτια μου τα μάτια σου να δούνε
Πίνω κρασί, δε με μεθεί ρακί δε με ζαλίζει
ως με μεθούν τα μάθια τζι ώντε μ'ανατρανίζει
Μετρώ τις ώρες τις στιγμές για να βρεθώ κοντά σου
να δω τα όμορφα μάτια σου ν'ακούσω την καρδιά σου
Τα δάκρυα των ομαθιών με τση καρδιάς δεν μοιάζουν
των ομαθιών παρηγορούν μα τση καρδιάς σε σφάζουν
Χαρώ τα γω τα μάθια σου πως έχεις μαθημένα
κάνουμε πως θωρρούν αλλού αλλά θωρρούν εμένα
Τα μαύρα μάθια τ' αγαπώ γιατί γλυκοκοιτούνε
και δίνουνε παρηγοριά σε κείνους που πονούνε
Στα μάθια δε θαρρεύγομαι γιατί με ξεγελούνε
μόνο πιστεύγω τση καρδιάς τα φύλλα όντα πονούνε
Eχεις δυό μάθια γαλανά δυό φρύδια χρυσαφένια
μαλλιά ξανθά και όμορφα καρδιά μαλαματένια
Ο ήλιος βγαίνει το πρωί μα 'μένα ο δικός μου
βγαίνει μονάχα σα θωρώ τα δυό σου μάθια φως μου.
Αστέρια είναι τα μάτια σου Λουλούδια τα μαλλιά σου
Μα πιο πολύ αρέσει μου Ο ήλιος της καρδιάς σου
Η βιόλα μου 'ναι δροσερή αν βρέχει κι αν δεν βρέχει
γιατί το ρυάκι τω μαθιώ μέρα και νύχτα τρέχει
Eχεις δυό μάθια όμορφα απ' όντε τα κοιτάζω
καρδιοκτυπώ, τρέμω, πονώ και βαριαναστενάζω
Των αματιών σου η ομορφιά τον ήλιο σκοτεινιάζει
κι αν είχε ο έρωτας μορφή θα'πρεπε να σου μοιάζει
Τα μάθια σου είναι σα τσ'ελιές απάνω στο κλωνάρι
τα φρύδια σου είναι γυριστά σα δυό μερών φεγγάρι
Π'όπου περάσεις μάθια μου η φύση πρασινίζει
φεύγεις, κι ο κόσμος συννεφά κι αρχίζει να χιονίζει
Στο σκοτεινό σου πρόσωπο Στα μάτια τα βρεγμένα
Αυτά που κρύβεις μέσα σου Είναι ζωγραφισμένα
Σαράντα ήλιους ξεπερνά των αμαθιών σου η λάμψη
τσιγάρο από το βλέμμα σου μπορεί κανείς ν'ανάψει
Τα μάτια σου πρωτότυπα δεν τα'χω δει σε άλλη
ίσως να μη βρεθεί ποτέ καμιά να σε περνά στα κάλλη
Μα κι η καρδιά να σ'αρνηθεί τα μάτια σ'αγαπούνε
γιατί από τα κάλλη σου το φως παίρνουνε και θωρούνε
Αστράφτει κάθε σου ματιά όταν θα με κοιτάξει
και προκαλεί τον κεραυνό να πέσει να με κάψει
Αστράφτει κάθε σου ματιά μικρή μου κάθε τόσο
και βάζω αλεξικέραυνο το σώμα να γλιτώσω